- ανατομή
- η (Α ἀνατομή)η ενέργεια του ανατέμνω, διαμελισμός, και ειδικότερα διαμελισμός νεκρού σώματος ενόργανου όντος για επιστημονικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέμνω.ΠΑΡ. ανατομικός, νεοελλ. ανατομία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνατομῇ — ἀνατομή dissection fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομή — dissection fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομαῖς — ἀνατομή dissection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομαί — ἀνατομή dissection fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομῆς — ἀνατομή dissection fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομήν — ἀνατομή dissection fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομῶν — ἀνατομή dissection fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
анатомия — со времени Петра I, анатомикус анатом ; см. Смирнов 37 и сл. Из лат. anatomia, anatomicus, греч. ἀνατομή : ἀνατέμνω разрезаю … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
анато́мия — и, ж. Наука о форме и строении живого организма. Анатомия животных. Анатомия растений. || Строение организма или его органов. Анатомия глаза. [От греч. ’ανατομη рассечение] … Малый академический словарь